φρεάτων

φρεάτων
φρέαρ
an artificial well
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θεμελίωση — Το υπόγειο τμήμα ενός κτιρίου, γέφυρας ή άλλου χτίσματος που προορίζεται να υποβαστάζει το υπέργειο κτίσμα, δηλαδή τις λεγόμενες υπερυψωμένες κατασκευές. Οι θ. των οικοδομών ταξινομούνται στους εξής κύριους τύπους: συνεχείς, συνολικού οικοπέδου… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • PUTEOLI — post Lucrinum lacum inquit (Cluverius) sequitur oppidum Puteoli plurali numerô, Latinis fere auctoribus, exceptis poetis, dictum, Graecis vero Διχαιάρχεια, sive Δικαιαρχία, et Contracte Δικαρχία: quô frequenter Latini usi sunt poetae: ut Graeci… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TROCHLEA — Graece τροχαλία, ad hauriendam e puteis aquam adhibita, occurit apud Pollucem, Εἰ δὲ καὶ ἐκ φρεάτων ἢ λάκκων τὸ ὕδωρ ἀπαντλεῖν δέοιτ᾿ ἂν, οἶμαι οκευῶν ἀντλητῆρες, ἀντλίας ἱμονίας, κάλου, χοινίου, κάδου, τροχαλίας: poliam vulgo Galli vocant, de… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • διαξυλώνω — και διαξυλώ υποστυλώνω, στηρίζω με ξύλα την οροφή και τα πλάγια φρεάτων, ορυχείων, στοών ή σηράγγων …   Dictionary of Greek

  • κυτταρίνη — Γραμμικός πολυσακχαρίτης ο οποίος αποτελείται από μόρια γλυκόζης, ενωμένα μεταξύ τους με β γλυκοζιτικό δεσμό. Συναντάται σε μεγάλη αφθονία στη φύση, όπου συνιστά περίπου το ένα τρίτο ολόκληρης της φυτικής ύλης. Συγκεκριμένα αποτελεί το κύριο… …   Dictionary of Greek

  • τόρος — ὁ, Α γεωτρύπανο, εργαλείο για το άνοιγμα φρεάτων ή λιθοκοπικό εργαλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα τορ τού ρ. τείρω* «διατρυπώ» (πρβλ. απαρμφ. αορ. τορεῖν)] …   Dictionary of Greek

  • υδροσκόπος — ο / ὑδροσκόπος, ΝΑ αυτός που έχει την ικανότητα να καθορίζει τις θέσεις τών υπόγειων αποθεμάτων νερού για την κατασκευή φρεάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + σκόπος* (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο σκόπος] …   Dictionary of Greek

  • υδροφόρος — α, ο / ὑδροφόρος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει ή μεταφέρει νερό ή αυτός με τον οποίο μεταφέρεται νερό (α. «υδροφόρος σωλήνας» β. «τὸν ὑδροφόρον ὄνον», Μηναί. γ. «ὑδροφόρον κόρην», Πλούτ.) 2. (το αρσ. και στην αρχ. μόνον το θηλ. ως ουσ.) ὁ υδροφόρος και …   Dictionary of Greek

  • φρεωρύχος — ο / φρεωρύχος, ον, ΝΜΑ το αρσ. ως ουσ. αυτός που έχει ως επάγγελμα την ανόρυξη φρεάτων, φρεατωρύχος μσν. αρχ. φρεωρυχικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρέαρ + ωρύχος (< ὀρύσσω), πρβλ. τυμβ ωρύχος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”